- ἀστρατήγητος
- ἀστρατήγητοςnever having been generalmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστρατήγητος — ἀστρατήγητος, ο (Α) [στρατηγώ] 1. εκείνος που δεν χρημάτισε ποτέ στρατηγός 2. ακατάλληλος για στρατηγός … Dictionary of Greek
ἀστρατηγήτως — ἀστρατήγητος never having been general adverbial ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατήγητον — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc sg ἀστρατήγητος never having been general neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτοις — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτους — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατηγήτων — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατήγητα — ἀστρατήγητος never having been general neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατήγητοι — ἀστρατήγητος never having been general masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστρατηγησία — ἀστρατηγησία, η [αστρατήγητος] η ακαταλληλότητα για το αξίωμα του στρατηγού … Dictionary of Greek